Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Συντρίμμια.

Είχα μια συνειδητοποίηση. Πολύ προσωπική αλλά τόσο έντονη που μου είναι αδύνατο να τη κρατήσω μέσα μου, όπως θα όφειλα.  Ο κόσμος μου καταρέει μέρα με τη μέρα. Ο δικός μου προσωπικός κόσμος. Για τον εκεί έξω χέστηκα. Να πάει να γαμηθεί. Και άμα ποτέ του ζητήσω έτσι αόριστα και γενικά βοήθεια, ας μου πει και αυτός να πάω να γαμηθώ και γω, δέχομαι. Δεν μπορώ να τον βοηθήσω να γίνει καλύτερος. Έτσι γενικά και αόριστα πάντα. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να βοηθήσω το άτομο που θα βρεθεί σ’ανάγκη δίπλα μου, ή τα άτομα, αυτά τα λίγα που θα τύχει να συναναστραφώ στη ζωή μου. Τόσο απλά, ταπεινά και μέτρια. Μέχρι νεοτέρας απόφασης. Για μεγαλύτερης κλίμακας σωτηρίας θα επαναπαφθώ στους ιδεαλιστές και στους υπερήρωες. Και αυτοί, και γω σε ειρήνη με τις εκατέρωθεν επιλογές μας.

Ο κόσμος μου καταρρέει μέρα με τη μέρα, και εκεί που λέω ότι όλα τέλειωσαν, πέφτει ένα καινούργιο τούβλο από ψηλά και συνθλίβει ότι ξέφτια επιβίωσαν από το προηγούμενο. Και ρωτάω γιατί. Τί έκανα λάθος?  Όλα, είναι η απάντηση. Τόσο τραγικά όλα. Κάθε θεμέλιο που έβαλα το’χτισα πάνω σε άμμο νομίζοντας ότι είναι αδαμάντιο. Και να που τώρα μέσα απ’όλα τα συντρίμμια προβάλει μια αλήθεια τόσο λαμπερή που, με κάνει να ξεχνάω τα ερήπεια που σβήνουν από κάτω της. Μάθε ντε να ξεχωρίζεις πρώτα την άμμο από το αδαμάντιο! Και ύστερα χτίσε!

Πόσο τυφλή ήμουν. Ποσες φορές αναρωτήθηκα  γιατί ό,τι πήγαινα να χτίσω γκρεμιζόταν, πόσες φορές καταράστηκα σύμπαντα και θεούς για ότι στραβό και ανάποδο μου συνέβαινε και αυτοί μου απαντούσαν με περισσότερα στραβά και ανάποδα και γω με περισσότερες κατάρες, γιατί δεν μπορούσα να δω.  «Το πουλί βγαίνει από το αυγό παλεύοντας, μόνο όταν καταστρέψεις το κόσμο μέσα στον οποίο γεννήθηκες και τον ξαναχτίσεις από την αρχή μπορείς να νοήσαι ελεύθερος» έλεγε ο Ντέμιαν στο ομώνυμο βιβλίο του Έσσε, και για να πω την αλήθεια είναι και το μόνο που μου έχει μείνει από δαύτο.  Εγώ ήμουν ένα πουλάκι που όσο ήθελα να είμαι ελεύθερη άλλο τόσο τη φοβόμουν αυτή την ελευθερία. Το βάρος μιας επιλογής είναι τεράστιο. Και όσο και αν θες να τη κάνεις αυτή την επιλογή τόσο τα γόνατά σου λιγίζουν κάτω από το βάρος όλων των πιθανών συνεπειών της.

Τις συνέπειες τις τρέμω. Ίσως αν βρισκόμουν ποτέ μπροστά σε έναν Ντεμέντορα η εικόνα του να τρεμόπαιζε σα χαλασμένη τηλεόραση σε δυο κανάλια, στο κοριτσάκι από το Ρινγκ, και στις μορφοποιημένες συνέπειες όλων των επιλογών που ανοίγονται μπροστά μου. Και έτσι.. το σαίνι το υποφαινόμενο κατέληξε στο εξής τερατουρηματικό συμπέρασμα. Υποσυνείδητα βεβαίως, μιας και ο προαναφερθής εγκέφαλος σαίνης ήξερε πως το συνειδητό μου δεν είναι για τέτοιες φρίκες.  Βρες άτομα με θέληση συμβατή με τη δική σου να πάρουν εκείνα τις δικές σου αποφάσεις. Εσύ θα κάνεις αυτό που θες, αλλά αν υπάρξουν συνέπειες θα τις υποστεί άλλος.  Υπάρχει λόγος που το υποσυνειδητο είναι «υπό» και το ασυνείδητο «α».  Και ο λόγος είναι τέτοια εκτρώματα.  Ονειρεύτηκα να γίνω μαριονέτα για να είμαι ελεύθερη.  Απορώ πώς οι Νόμοι του Νεύτωνα συνέχισαν να ισχύουν γύρω μου και δεν έφευγε κάνα μήλο από το έδαφος να μου δώσει μια στο κεφάλι να συνέλθω. Αλλά τί λέω. Κατέρρευσε το σύμπαν μου όπως προείπα- αρκετές πλέον και μάλλον βερμπαλιστικά- φορές.

Το πρόβλημα με μια τέτοια οξύμωρη ορμητήρια στάση είναι ότι σου διαστρεβλώνει τη πραγματικότητα σε απίστευτο βαθμό.  Χτίζεις εξαμβλώματα, γιατί σε άμμο μόνο τέτοια μπορείς να χτίσεις, και σου φαίνονται παλάτια. Και όταν γκρεμίζονται κλαις και οδύρεσαι και πάμε πάλι από την αρχή. Και κάθε εξάμβλωμα χειρότερο από το προηγούμενο. Και κάθε στενοχώρια μεγαλύτερη. Και σαν τραγικό επιστέγασμα, όταν κάποιος σου δείξει ένα παλάτι, εσύ βλέπεις μια παράγκα. Δίκαια μετά θεοί και σύμπαντα σου στέλνουν σκατό με το κοντέινερ. Γιατί έχεις χάσει τη μπάλα. Εντελώς.   Γιατί ίσως τελικά οι θεοί και τα σύμπαντα δεν έχουν τόσο κακές προθέσεις.

Και έτσι μια μέρα εισπράτεις σαδισμό από εκεί που περίμενες καλοσύνη, και αναρωτιέσαι γιατί ακόμα περιμένεις το οτιδήποτε.  Μια μέρα βλέπεις ένα αγόρι να γίνεται καραγκιόζης γιατί θέλει να βλέπει τη κοπέλα του να γελάει, και συνειδητοποιείς ότι αυτό είναι κάτι φυσιολογικό και διόλου σπάνιο.   Βλέπεις ένα πιανίστα να χρειάζεται ολόκληρα λεπτά να επιστρέψει στο κόσμο μετά από το ταξίδι μιας ερμηνείας του, και αναρωτιέσαι πώς και πότε τα μπαστουνάκια από τα όγδοά σου γίνανε κελιά και σε φυλακίσανε. Βλέπεις ότι ότι μπορούσες να επιθυμίσεις σε έναν άνθρωπο το’χες μπροστά σου και φρίτεις που αυτό που σε χάλασε ήταν ότι ποτέ δεν σου πούλησε παραμύθια, τα ίδια παραμύθια που πάντα έλεγες ότι σιχαινόσουν. Βλέπεις ότι όλος σου ο κόσμος δεν ήταν παρα ένας καθρέφτης σου. Ένας καθρέφτης που καθρέφτιζε ότι απεχθανόσουν.. γιατί άραγε?..

Ότι έχτισα ήταν πάνω σε φόβο, εξουσία, χολή, απογοήτευση. Και όλ’αυτα οδηγούν σε μια σκοτεινή πλευρά διόλου περίβλεπτη και ζηλευτή μιας και στερείται φωτόσπαθου, τηλεκίνησης, βαθειάς φωνής και κουλ σιθίστικης νταρκίλας. Αλλά τελικά, μια φορά εγώ από το αυγό μου βγήκα. Και δεν θα κάτσω να στενοχωρηθώ για τσόφλια. ¨-)

Βράδυ Τετάρτης, η ώρα της αμπελοφιλοσοφίας. Πονεμένη γαρ από μοχθηρό πονόδοντο , λαμβάνουσα αντιβίωση η οποία μου στέρησε ως και την απόλαυση να γιορτάσω το θρίαμβό μου επί του Άγριου Κθούλου της Μούχλας στη μάχη της Banierra πίνοντας κρασί με σπράιτ από το κρανίο του τέρατος, κάθομαι και στροφάρω σε μεθυσμένο mode λόγω της ώρας, αλλά καθ’όλα ικανή για χρήση λεξιλογίου ανώτερου των 100 λέξεων και κανόνων συντακτικού λόγω του περιεχομένου του ποτηριού μου (γκαζόζα). Απόδειξη η ολόσωστη τεράστια πρόταση που μόλις έγραψα.

 

Οι τελευταίες μέρες ήταν ένας μαραθώνιος προβών μουσικής δωματίου. Προβών πάνω σε κομμάτια τα οποία παρόλο πανέμορφα, ήταν εντελώς άκαιρα για μένα. Σα να μιλάς για περίοδο σε ένα οχτάχρονο κορτιτσάκι ένα πράμα. Και ενώ στην αρχή τσινούσα πολύ, έπειτα έστρωσα πρόγραμμα, και κατα κάποιο τρόπο άρχισαν να μου αρέσουν αυτές οι πρόβες, και να μου αρέσει η μελέτη πάνω στα κομμάτια. Σε κομμάτια μουσικής δωματίου. Σε μια περίοδο της ζωής μου που θέλω όσο τίποτα να παίξω ΣΟΛΟ. Με δυο λόγια έπαθα μουσικό σύνδρομο της Στοκχόλμης. Και ηρέμησα. Και φυσικά, αφού συνειδητοποίησα τί έπαθα, έσπευσα να γενικέυσω.

 

Τελικά έρχεται μια στιγμή που παραδίνεσαι. Ξεχνάς το θέλω σου, και αφήνεσαι με κενή σκέψη στα πρέπει σου που τρέχουν μέρα τη μέρα. Ξεχνάς τα όνειρά σου και υποτάσσεσαι στον προσεκτικό υπολογισμό του μέλλοντός σου, τραβάς γραμμές εκεί που πριν υπήρχαν ξέφρενες καμπύλες και στρόβιλοι. Να τελειώσω τη σχολή γρήγορα, να φύγω από δω για τον επόμενο σταθμό, ο οποίος και αυτός προσορινός θα είναι, διότι είναι προδιαγεγραμμένο ότι από δω και στο εξής θα κυνηγάω την επιβίωσή μου από τόπο σε τόπο. Και δεν θα έχω φίλους, μόνο γνωστούς. Δεν θα έχω έναν άνθρωπο δικό μου, μόνο σχέσεις ταχείας κατανάλωσης. Και τα υπάρχοντά μου θα πρέπει να χωράνε πάντα σε τρείς το πολύ βαλίτσες. Αλλά φυσικά και η ζωή είναι γλυκιά και όμορφη και ποτέ δεν ξέρεις πως τα φέρνει η τύχη και ο καιρός και σίγουρα τα πράματα δεν θα είναι τόσο στεγνά και αποστειρωμένα, αντιτάσσουν βεβαίως άπαντες δίνοντας φωνή σε μερικά ξέφτια από τα φαντάσματα που άφησαν πίσω τους οι στρόβιλοι. Και οι αυστηρές γραμμες σου γελάνε μετά κοροιδευτικά κατάμουτρα.

 

Εμπεριέχει μια γαλήνη αυτή η παράδοση. Αν δεν κάτσεις να τη πολυσκεφτείς βεβαίως. Το “εγώ δεν θέλω να πάω έξω, θέλω να κάτσω εδώ και να παίζω κλασσική μουσική σε μπαρ!”, απαιτει δύναμη να αντιμετωπίζεις συνεχώς μια καθημερινότητα που στο άκουσμα της παραπάνω δήλωσης, θα σε κοιτάξει πρώτα βλοσσυρά, έπειτα θα σου πετάξει ένα “μη λες μαλακίες!”, και στη συνέχεια θα σε σκεπάσει με ένα βουνό επιχειρημάτων σχετικά με το γιατί οι προαναφερθείσες μαλακίες είναι όντως μαλακίες. Και πόσες φορές θα μπορέσεις να μη λυγίσεις και να της πετάς “εμένα δε με νοιάζει”, μέχρι εν τέλει να ξεστομίσεις αυτό το “εντάξει, δεν θα παίζω μουσική σε μπαρ. Θα κάνω συναυλίες μουσικής δωματίου σε γυαλιστερές αίθουσες, θα πάρω μέρος σε κάθε σύνολο που μπορώ μέχρι να τελειώσω τη σχολή παίζοντας μουσική που δεν με ενδιαφέρει μόνο και μόνο για να τα έχω καλά με τους καθηγητές μου, θα γαμηθώ στις εξεταστικές για να τελειώσω μια ώρα αρχύτερα, θα με προτείνουν στο τάδε πανεπιστήμιο όπου και θα πάω συστημένη από εδώ καθηγητή, και εν τέλει θα γίνω μια κλασσική πιανίστρια που θα παίζει εφόρου ζωής σε γυαλιστερές αίθουσες προγράμματα με πολύ ρομαντισμό, δεν θα καπνίζει, δεν θα πίνει, δεν θα ξενυχτάει και θα μελετάει πιάνο 13 ώρες τη μέρα”

 

Φυσικά και δεν υπάρχει κάποιος που εν μία νυκτί να αλλάξει άρδην τα όνειρά του. Η παράδοση αρχίζει πάντα με την αναβολή. Οκ, υπάρχει χρόνος. Ας τελειώσω τη σχολή, ας κάνω τις γαμωσυναυλίες μου και μετά κάθομαι να στρώσω το κόνσεπτάκι του μπαρ κονσερτ. Αμ δε… Δε γίνεται πάντα έτσι.

 

Η γαλήνη της παράδοσης είναι απαραίτητη καμιά φόρά για να μαζέψεις δυνάμεις .ωστε να συνεχίσεις να έχεις όνειρα( η ελαφριά αναγούλα που ανέβηκε στο λαρύγγι μου κατά το γράψιμο της προηγούμενης πρότασης μου δείχνει πως μάλλον είμαι στο σωστό δρόμο). Όμως υπάρχει και η περίπτωση να μετεξεληχθεί σε μόνιμη κατάσταση. Και τότε… Τότε μάλλον όλοι αποφασίζουν να κάνουν οικογένεια. Αφού δεν έχουν πια καμιά ελπίδα για τον εαυτό τους, δημιουργούν ότι πλησιέστερο σε αυτό ώστε να εναποθέσουν τις ελπίδες τους πάνω του. Να έχουν ελπίδες μέσα από αυτόν. Διότι κανείς δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να ελπίζει σε κάτι.

 

Εξαίρεση στον κανόνα της οικογένειας είναι η άφεση μετά προκλήσεως. Οκ, γάμησες τα όνειρά σου, για να ακολουθήσεις τον ασφαλή δρόμο παύλα τη πεπατημένη παύλα γιατι άλλαξαν οι προτεραιότητές σου παύλα γιατί έτσι σου είπαν. Λαμπρά! Αν το καινούργιο μονοπάτι ομοιάζει πεθαμένο καρδιογράφημα θα κάνεις οικογένεια. Αν όμως υπάρχει πρόκληση, ανταγωνισμός, αν πάντα υπάρχει ένα σημείο το οποίο πρέπει να ξεπεράσεις, τότε με κάποιο αρρωστημένο τρόπο συνεχίζεις να ελπίζεις. (Παρένθεση, θέλω μια τεράστια τανάλια να πιάσω το φρονημίτη μου και να τον ξεριζώσω με μια άργια κραυγή που θα κάνει τον επιθανάτιο ρόγχο του Κθούλου να μοιάζει με γαργάρα!!! Κλείνει η παρένθεση)

 

Σημείωση της υποφαινόμενης. Οι τελευταίες δυο παράγραφοι με βάλανε σε πολλές σκέψεις οι οποιές μες το συνειρμικό τους χάος απεδείχθησαν πολλά λεβελ ανώτερες από το Κθουλού της Μούχλας, και ειλικρινά δεν νομίζω πως μπορώ να τις διαχειριστώ τούτη τη δύσκολη, πονεμένη ώρα. Αν ποτέ τα καταφέρω και καταλήξω σε κάνα χρήσιμο συμπέρασμα που να μην έχουν ήδη καταλήξει άλλοι σαρανταπέντε ερευνητές ψυχαναλυτές εδώ και βδομήντα χρόνια θα σας ενημερώσω.Τέλος σημείωσης.

 

Το θέμα είναι, ότι εδώ και δυο μήνες ονειρεύομαι το προτζεκτάκι μου. Και ξαφνικά βρίσκομαι μέχρι το τέλος του εξαμήνου πνιγμένη σε υποχρεώσεις οι οποίες εμφανίστηκαν από το πουθενά, ένα σμήνος από “πρέπει” που δεν θα μου αφήσει καθόλου χρόνο για το “θέλω” μου. Και φοβάμαι μην αρχίσει και μου αρέσει όλο αυτό το σμάρι από υποχρεώσεις. Τελικά τα όνειρα είναι σοβαρή υπόθεση. Θέλουν τεράστια αφοσίωση. Θέλουν τόσο μεγάλη αφοσίωση ούτως ώστε μετά από κάθε αναμέτρηση με την εκάστοτε απαισιοδοξία του λόγου να μπορείς να βρεις τη δύναμη να τη κάνεις κομματάκια και να τη ταίσεις στο πλησιέστερο Κθούλου, αφήνοντας χώρο στην αισιοδοξία της βούλησης να σε πάει κατα πού θες. Challenge Accepted.

Βαρέθηκα τη βροχή και την υγρασία

θέλω λίγο ήλιο και ένα φλεγόμενο ηλιοβασίλεμα

με δροσιά μόνο μια τεκίλα με μπουρμπουλήθρες-τεκίλα μαγική!

 

Βαρέθηκα τα ξινά τους κρασιά

και τα μουχιλιασμένα υπόγεια

με τα κολλώδη χαμόγελα σα μπαγιάτικο σιρόπι

ξινό κι’αυτό, μισοπεθαμένο, σκοροφαγωμένο- ναι, γίνεται κι’αυτο!

 

Και ποιός είσαι συ που γράφεις λέξεις εκεί μέσα

από καμένη καραμέλα, σκληρή, κρουσταλιασμένη

Θα σου φανερωθώ λες εσύ

και γω για να γράψω το ξόρκι από κάτω ανεστραμένα

πρέπει να πατήσω ξανά κεί μέσα, τρελός είσαι -πήδηξες από το μέλλον στο παρόν για να γράψεις τούτες τις λέξεις?

 

Βρέθηκα τα πιάνα χωρίς ψυχή

και τους ανθρώπους που παλέυουν μια ζωή να χάσουν τη δική τους-χα!

Θέλω να παίξω πίνακες, να περπατήσω σε κήπους κάτω από τη βροχή

να κολυμπήσω σε βυθισμένους καθεδρικούς

να τριγυρίσω βράδυ στη Γρανάδα

 

Και μετά να πάω να πιω γλυκό κρασί -για μια φορά!

Στο μπαράκι που σερβίρει τεκίλα με μπουρμπουλήθρες

που οι γυναίκες χαιρετάνε με αγκαλία

και λένε αντίο με φιλία

και οι αντρες πίνουν γλυκό κρασί με το θάνατο

και κερνάνε το φόβο τεκίλα με μπουρμπουλήθρες

 

Αυτά θέλω, να μη τα βλέπω μόνο μέσα στο κεφάλι μου

αλλά μπροστά στα μάτια μου ζωντανά και να τα βλέπουν και οι άλλοι!

Και κάπου δω το όνειρο τελειώνει

πνιγμένο μέσα σε ξινό λευκό κρασί με σπράιτ

αυτό που θα’ρθει και που πήδηξε από το μέλλον στο παρόν

για να γράψω ξεμέθυστη αυτά που θα έγραφα μεθυσμένη

γιατί όταν μεθάω δεν μπορώ να γράψω

απλά ονειρεύομαι

Χωρίς γαμημένο τίτλο

Το χερούλι του καφέ έγινε σωσίβιο, το’να  χέρι πάγωσε εκεί, όσην ώρα τ’αλλο πάγωνε μισό τσιγάρο. Ο χρόνος ανάμεσα στις τζούρες δευτερόλεπτα κι ας ήτανε αιώνες. Στο τέλος παγώσανε όλα, καφές, τσιγάρο, βλέμμα και χρόνος. Και τα γράμματα, λέξεις, προτάσεις χάσανε το νόημα τους και γίναν σαν ομίχλη όλα ένα, απλά να ουρλιάζουν σιωπηρά σαν οθόνη με χιόνια. Και τα μέσα μου να βράζουνε.

Ποιό καλούπι τολμάει να με περιτριγυρνάει? Ποια μυαρή ψευδαίσθηση μου απλώνει τα σαπισμένα της μπράτσα στολισμένα με πλαστικά λουλούδια? Και γω γιατί δεν βρυχάμαι όπως μπορώ, γιατί βγάζω ψυθύρους εκεί που πριν έβγαζα κομμάτια γυαλί και σκουριασμένα σίδερα και νύχια από στοιχειά? Γιατί δεν δίνω μια να σπάσω τον καθρέφτη με τα ψέμματα, να διαλυθούν τα προσωπεία και να γίνουν επιτέλους πρόσωπα.

Ξέχασα τις Πανδώρες, γιατί ήλπιζα πως αν τους γύρναγα τη πλάτη εκείνες θα χανόντουσαν. Όμως απλά τις βόλεψα. Και αυτές πλήθυναν όπως πληθαίνουν τα ζιζάνια όταν τ’αφήνεις στην ησυχία τους. Έστησαν χορό και με χλευάζουν και γω δεν ξέρω πια τί ξόρκια να τους ρίξω. Γιατί και αυτά από την άβυσσό τους τα’κλεψα. Από κείνη τη μικρή γωνίτσα τους τη ξεχασμένη. Εκείνη τη μικρή γωνίτσα που τόσο ειρωνικά, τόσο λαμπερά και αγνά τους επέτρεψε να υπάρξουν.

Και μαζί με τα ξόρκια στέρεψαν και οι όμορφες λέξεις, καίγεται η γλώσσα να πάρει το σπαθί ν’αρχίσει να θερίζει. Να αφήσει συντρίμμια. Πάντα πρέπουν συντρίμμια. Αυτά είναι πάντα το γαμημένο το παραμύθι..

Άθενς εγκεν και τί θα ήταν το Αθενς από μόνο του ασυνόδευτο από μια γερή δόση ιντερνετικής σαπίλας (and the masturbation goes cloud one thing).  Ξεψαχνίζοντας λοιπόν το αδερφό βλόγιο του φίλτατου Cubilone σκόνταψα στη σελίδα με τίτλο «Who is Cubilone«,  ξέρετε εκείνη τη σελίδα που έχει κάθε βλόγιο (και το δικό μου φυσικά) που ο oh so awsome συγγραφέας λέει για το πόσο oh so awsome είναι περιγράφοντας το His Highness Oh So Awsomeness του.

Λέει λοιπόν σε κάποια φάσσσση-φασσσσιανός-φασσσσολάδα ο φίλτατος Cubi για την προαναφερθείσα oh so awsome παρτη του:

» Ένα χαρακτηριστικό μου λοιπόν είναι ότι ναι, μου αρέσει να είμαι απρόβλεπτος. Για να κάνω εντύπωση μεν για να σπάω τις τιτάνιες αλυσίδες του αυτόματου πιλότου μας δε. Είναι όπως τα koan στο Ζεν: οι δάσκαλοι κάνουν μια ερώτηση στο ίδιο μήκος κύματος με το «ποιο ήταν το πρόσωπο σου πριν γεννηθούν οι γονείς σου;» ή «τι ήχο κάνει ένα χέρι που χτυπάει παλαμάκια;» Αυτές οι ερωτήσεις σπάνε με τέτοιο θόρυβο τα στενά πλαίσια της λογικής σκέψης, που ο ερωτηθέντας μένει εμβρόντητος με την ίδια του την ανικανότητα να απαντήσει αλλά και με την συνειδητοποίηση ότι οι συνηθισμένοι τρόποι προσέγγυσης είναι άχρηστοι.»

Η συνέχεια ήταν προδιαγεγραμμένως καταδικασμένη από τη στιγμή που το τριχωτό χέρι του φιλτάτου γράφοντος πάτησε το πλήκτρο με το «;» και το «:» , έπειτα Caps Lock και τέλος «Ε» ένα χρόνο πριν….

Μέσα στο καταπράσινο δάσος, στην όχθη μιας μικρής λίμνης κάθονται ο Δάσκαλος και ο Πολεμιστής..
-Ποιο ήταν το πρόσωπο σου πριν γεννηθούν οι γονείς σου; ρωτάει ο Δάσκαλος το Πολεμιστή σπάζοντας τη σιωπή του δάσους.
-Ακολούθησε τα βήματα του εγγονού μου και θα μάθεις, απαντάει ο Πολεμιστής*
Ο Δάσκαλος σωπαίνει, όμως η στάση του λωτού του φανρώνει μια καινοφανή ένταση.
-Τι ήχο κάνει ένα χέρι που χτυπάει παλαμάκια? ρωτάει ξάφνου ο Δάσκαλος ξανά τον Πολεμιστή, και τα μάτια του λάμπουν με τη λάμψη της σοφίας
Τότε ο Πολεμιστής παίρνει μια χούφτα νερό της λίμνη και με μια απότομη κίνηση τη πετάει ψηλά..
-Ρώτα τις σταγόνες, αποκρίνεται ο Πολεμιστής, τη στιγμή που θα ξαναενώνονται με τη λίμνη…

Για μια στιγμή τα μάτια του Δασκάλου πήραν μια αδιευκρίνιστη έκφραση, οι ρυτίδες του προσώπου του σκίασαν πιο βαθές από ποτέ σαν αρχαίος κορμός που έχει ζήσει το Κόσμο απο τις απαρχές του. Ο Δάσκαλος άπλωσε το ροζιασμένο χέρι του και πήρε απαλά μια χούφτα νερό από τη λίμνη και με μια απότομη κίνηση τη πέταξε στα μούτρα του Πολεμιστή.
 – Ρώτα τις εσύ!!! Εξυπνάκια!! είπε ο Δάσκαλος και έκσασε στα γέλια.
 Και ο Πολεμιστής τότε σηκώθηκε και έφυγε, κόκκινος από ντροπή και στάζοντας, το κακαριστό γέλιο του Δασκάλου να αντηχεί στα αυτιά του…

*ο Πολεμιστής ήταν ακόμα single

Υ.Γ. Όσοι ανώνυμοι φάκελοι αποσταλούν στη γράφουσα μετά από αυτό το κείμενο, θα πολτοποιούνται, θα γίνονται μελομακάρονα και θα αποστέλονται με τη βοήθεια ειδικών πρακτόρων πίσω στον ανυποψίαστο, ανώνυμο αποστολέα. YOU’VE BEEN WARNED.

Μια μπουκιά για τη Μοίρα..

Όταν θες κάτι πάρα πολύ, ολόκληρο το Σύμπαν σε γράφει στ’αρχίδια του. Όταν δεν θες κάτι να γίνει, πάλι ολόκληρο το Σύμπαν σε γράφει στ’αρχίδια του. Γενικότερα το Συμπαν σε γράφει στ’αρχίδια του. Και λογικό. Αν ήσουν το Συμπαν, βλαστάρι του Μπιγκ και της Μπανγκ, κάτοχος δισεκατομμυρίων γαλαξιών και ότι αυτοί περιέχουν, σοβαρά τώρα, θα καθόσουν να ασχοληθείς με τον κάθε Μήτσο, Κίτσο, Κούλα, Τούλα? Πολύ μεγάλος καραγκιόζης ο Κοέλο..

Υ.Γ. Ο Μέρφι βλέπεις όμως από την άλλη, ήταν άνθρωπος ! Και πολύ του γουστάρει να ασχολείται με τους ομοίους του και ας βρίσκεται σιξ φιτ αντερ!… το παλιοκαθίκι…

Μια μπουκιά για τις Σχέσεις.. 

«I intend to be independently blue, just bare in mind, whatever you can do, I can do it better cause my name is Bond, James Bond and frankly my dear I don’t give a damn, unless you join the Dark Side and Exit Light. Tataa!»

-Tάδε έφη κινηματογραφικός μεγαλοαστέρας παύλα σόουμαν στην άπιστη σύντροφό του..

.

 ..και μια μπουκιά για τις Αξίες..

  Τελικά η αξιοπρέπεια είναι ένα αξίωμα που το δημιουργησαν αυτοί που ενώ έχεσαν τη φωλιά τους, δεν γουστάρουν να τους φέρουν κάποια στιγμή ενώπιον των κριμάτων τους.. οι υπόλοιποι λοιπόν, πεφτουνε στη παγίδα τους και το παίζουνε ανώτεροι κρατώντας αυτή την αξιοπρέπεια.. αντί να τους σπάσουνε το κεφάλι όπως θα τους άξιζε, πράμα πολύ αιματηρό και διόλου σικ.  Διότι, η αξιοπρέπεια, αν δεν έχει αποδέκτη που θα την εκτιμήσει δεν είναι παρά κωλόχαρτο. Άιντε!

Ανθρωπάκια.

Έχω βαρεθεί τα ανθρωπάκια που κλαίγονται παντού, φερόμενοι ως οι πιο δυστυχισμένοι και προβληματισμένοι του κόσμου. Και έχω ΒΑΡΕΘΕΙ πραγματικά όταν αυτά τα ανθρωπάκια ακριβώς με πρόσχημα, δικαιολογία, *άλλοθι* τη δική τους αυτοεπιβεβλημένη μιζέρια, βγάζουν τον άκρατο εγωισμό τους πάνω σε άλλα άτομα. Και ενώ αφήνουν μια σειρά πληγωμένων ανθρώπων πίσω τους, το μόνο που συνεχίζει να τους νοιάζει είναι ο εαυτούλης τους. Και ναι, βέβαια έχουν τύψεις!  Ποιός χέστηκε! Καλά κάνουν! Φίλε, τη μαλακία θα τη κάνεις μία, άντε δύο φορές. Από κει και πέρα αν συνεχίζεις να φέρεσαι απαράδεκτα το κάνεις διότι δεν σε *νοιάζει* να φερθείς σωστά. Δεν σε ενδιαφέρει να μην πληγώσεις. Οπότε καλά κάνεις και είσαι δυστυχισμένος και μίζερος. Σου αξίζει και δεν σε λυπάμαι καθόλου, γιατί ποτέ δεν πήρες θέση.  Αν μπορούσες να παραδεχτείς ότι σκέφτεσαι μόνο τη πάρτη σου και δεν σε ενδιαφέρει κανένας άλλος θα σε εκτιμούσα περισσότερο.

Έχω βαρεθεί τα ανθρωπάκια τα οποία επειδή καταδίκασαν τα όνειρά τους και συμβιβάστηκαν με τη μετριότητά τους σε περιγελούν επειδή εσύ τολμάς να έχεις αυτά τα γαμημένα όνειρα.Έχω βαρεθεί να προσπαθούν να μου κόψουν τα φτερά επειδή οι ίδιοι δεν άνοιξαν τα δικά τους.  Τη συμβουλή τη δέχομαι. Τη πικρία τη δέχομαι και αυτή.  Αυτό που με αηδιάζει είναι η ειρωνεία, είναι αυτό το ‘ναι, καλά σιγά μην τα καταφέρεις εσύ, ξέρεις πόσοι άλλοι είναι σαν και σένα’, είναι το «καλά είσαι 25 και κάνεις ακόμα όνειρα?». Να πάτε να γαμηθείτε. Ποτέ δεν σας άξιζαν τα όνειρα. Και καλά κάνετε που βρίσκεστε εκεί που είστε, γιατί ποτέ δεν πήρατε θέση. Αν μπορούσατε να παραδεχτείτε ότι τα κομπλεξ και τα αποθημένα σας σας κάνουν να χύνετε χολή θα σας εκτιμούσα περισσότερο.

Έχω βαρεθεί τους καθηγητές.  Αυτούς που σκέφτονται μόνο το όνομα και το στάτους τους. Αυτούς που αντιμέτωπίζουν το αντικείμενό τους σαν δόγμα. Που δεν δέχονται τον αντίλογο- αναρωτιέμαι μήπως επειδή δεν έχουν επιχειρήματα? Αυτούς που με ανάγκασαν να γίνω ο δάσκαλος του εαυτού μου στερόντας μου παράλληλα οποιαδήποτε αυτοπεποίθηση, φορτώνοντας με με ένα σωρό αμφιβολίες για τη κρίση μου. Επειδή οι ίδιοι δεν μπορούσαν να κρίνουν. Επειδή κανένας από αυτούς δεν μπορούσε να διανοηθεί να εξισώνεται ή να προσπερνάται από έναν μαθητή του. Ακόμα και αν έλεγε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν η μεγαλύτερη χαρά που θα μπορούσε να έχει ως καθηγητής. Υποκριτές! Αηδιάζω με τη πάρτη σας επειδή ποτέ δεν ήσασταν Δάσκαλοι. Επιεδή ποτέ δεν πήρατε θέση. Αν παραδεχόσασταν ότι τρέμετε κάθετί έξω από τωρινή σας γνώση, αν παραδεχόσασταν ότι όντως το μόνο που σας νοιάζει είναι η καταξίωση στο κύκλο σας, η τυφλή λατρεία των μαθητων σας και όχι το να μεταδώσετε ΠΑΙΔΕΙΑ γαμώ το κερατό μου- ΠΑΙΔΕΙΑ U KNOW? τότε θα σας εκτιμούσα περισσότερο.

Έχω βαρεθεί τα ανθρωπάκια που σκεφτονται μονάχα το κώλο τους ΤΟΛΜΟΝΤΑΣ να τη λένε σε άτομα τα οποία θυσιάζουν το προσωπικό τους συμφέρον για χάρη του συλλογικού. Παραπονεθείτε επειδή χάσατε την εξεταστικούλα σας λόγω κάποιων βαρεμένων, χασομέρηδων, μεθύστακων, αργόσχολων που κάνανε κατάληψη. Και έπειτα βαυκαλιστείτε λιγάκι ότι δεν είστε πρόβατα και ότι μπορείτε να σκέφτεστε και να κρίνετε.  Σας λυπάμαι απέραντα. Διότι παίρνετε θέση νομίζοντας ότι μπορείτε..

Οι φοιτητές είναι σαν τα μωρά. Είναι δύσκολο καμιά φορά να τους σκεφτείς σαν ολοκληρωμένους ανθρώπους, σαν αυριανούς πολίτες και συνάδελφους, σαν μελλοντικούς γονείς. Όλοι τους φαίνονται συμπαθητικοί και αγνοί μέσα από την ανεμελιά των 20κάτι τους χρόνων. Όταν όμως ένας από αυτούς σε δίνει στεγνά στις «ανώτερες» αρχές για κάτι μικρό και ασήμαντο το οποίο θα μπορούσε να λυθεί άνετα και μόνιμα μεταξύ σας, τότε καταλαβαινεις με ποιό τρόπο θα φερθεί αυτό το ανθρωπάκι αύριο, μέσα στα πλαίσια της «κανονικής» κοινωνίας από τη στιγμή που έδρασε έτσι μέσα στο πλαίσιο του μικρού πανεπιστημιακού περιβάλλοντος.  Όντως δεν θα ξανακαπνίσω μέσα στην αίθουσά σου πνευστέ, μη σε πιάσει κάνα άσθμα την ώρα που παίζεις το όργανό σου( η σκόνη αιώνων της μοκέτας ουδέποτε σε πείραξε πάντως), και αυτό μόνο και μόνο από επαγγελματική αλληλεγγύη ( αλληλεγγύη σημαίνει αλληλοϋποστήριξη σου διευκρινίζω διότι μάλλον δεν έχεις ιδέα τί σημάινει). Αλλιώς θα ξανακάπνιζα, και ας έκανες και προσφυγή στο πρυτανικό συμβούλιο, χέστηκα. Διότι κάτι σπιούνους σαν και σένα, που η θέση τους είναι ξεκάθαρη και εντελώς απαράδεκτη, τους γράφω στα αρχίδια μου.

Πέμπτη 1η Σεπτεμβρίου, ώρα 10 το πρωί, Μέγαρο Μουσικής. Έχω μόλις βγει από το Μετρό και κατευθύνομαι προς το ιατρείο του πολυαγαπημένου μου οδοντογιατρού. Πολυαγαπημένου μιας και είναι ο πρώτος οδοντογιατρός ο οποίος μπορεί να έχει τρεις τροχούς ένα κομπρεσερ  και δυο εκσαφείς μέσα στο στόμα μου και γω να είμαι χαλαρή λες και μου κάνουν μασαζ σε υπερπολυτελές σπα στο Ντουμπάι. Ακριβως απέναντί μου βλέπω την εξής εξαιρετική σκηνή. Ένας μετανάστης, γύρω στα 25, κάθεται στο πεζοδρόμιο, με μια ταμπελίτσα «πεινάω» δίπλα του, κρατώντας στα χέρια του δυο κόρες ψωμιού  και όντας κυριολεκτικά καλυμμένος με περιστέρια! Τα περιστέρια βρίσκονται παντού, πάνω στα χέρια του, στους ώμους του, στο κεφάλι του, γύρω τριγύρω του και ο ίδιος μοιάζει λες και έχει ξεχάσει το κόσμο που περνάει τρέχοντας από μπορστά του,  και γελάει με τα πουλιά που τον έχουν καλύψει και παλεύουν για το πιο θα φάει το ψωμί. Για όσους έχουν δει το ‘Μαίρη Πόπινς», ο τυπάς αυτός μου θύμισε τη γιαγιούλα κάτω από τον άγιο  Παύλο που πούλαγε ψίχουλα για τα περιστέρια. Μέσα στο Μετρό ήταν τόσοι άνθρωποι οι οποίοι αν μη τί άλλο δεν νομίζω να είχαν σοβαρές αμφιβολίες για το αν θα έχουν να φάνε το μεσημέρι, και όμως ούτε ένας δεν χαμογέλαγε τόσο αληθινά όπως αυτός ο τυπάς εκεί έξω με τα περιστέρια πάνω του. Μπορεί κάποιος να με πει φαντασιόπληκτη και ότι εξειδανίκευσα εκείνη τη σκηνή τραβώντας τη από τα μαλλιά. Ναι μπορεί. Μπορεί να φταίει και ότι το ‘Μαίρη Πόπινς» ήταν στο τοπ 3 των αγαπημένων μου ταινιών όταν ήμουν πιτσιρίκι. Παρόλαυτά, αυτό που ακολούθησε ήταν πέρα για πέρα αληθινό. Επιρεασμένη λοιπόν από το «παραμύθι» που έφτιαξα εκείνη την ώρα στο μυαλό μου, αποφάσισα να δώσω στον τυπά ένα ευρώ, για έχει να ταίσει τον εαυτό του και τα περιστέρια του και την επόμενη μέρα. Τη στιγμή λοιπόν που άφηνα το κερμα στο ποτηράκι του, γυρνάει αυτός και μου σκάει ένα χαμόγελο, μα ένα χαμόγελο το οποίο φυσικά ανταπέδωσα εντελώς αυθόρμητα με την ίδα εγκαρδιότητα. Λοιπόν αν στο κοσμο υπάρχει μαγεία, ε εκείνη ήταν μια μαγική στιγμή. Ένοιωσα Ανθρωπος γαμώτο. Και ένοιωσα και ότι ο αλλος ήταν Ανθρωπος. Και ότι απλά είμασταν δυο ανθρωποι που δεν μας χώριζε τίποτα. Ούτε όνομα, ούτε φύλο, χρώμα, πατρίδα, οικονομική κατάσταση, ούτε παρελθόν ούτε μέλλον ούτε τίποτα τίποτα τίποτα! Ένοιωσα ότι είμασταν το ίδιο πράμα ακριβώς, απογυμνωμένοι από όλες, μα όλες τις συμβάσεις που έχουμε φορτωθεί στις πλάτες μας εδώ και χιλιάδες χρόνια. Και να πάρει, ήταν γαμημένα υπέροχο! Και όλ’αυτά με ένα αληθινό χαμόγελο.

Είναι τραγικό το ότι θεώρησα το συγκεκριμένο περιστατικό τόσο μοναδικό και απίστευτο, ώστε να κάτσω να γράψω για αυτό. Δεν ξέρουμε να χαμογελάμε έτσι.. προσωπικά οι  φορές που έγινα δέκτης ενός τέτοιου χαμόγελου είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, και όλες μα όλες έμοιαζαν λες και με χτύπησε κεραυνός. Και αναρωτιέμαι, αν είμασταν ικανοί να χαμογελάγαμε περισσότερο έτσι, ο κόσμος θα ήταν ίδιος?

Ροζ Μαρμελάδα

Πρώτες μέρες τ’Αυγούστου και οι λέξεις που θα μπορούσαν να χαρακτηρίζουν την εν λόγω περίοδο της ζωούλας μου θα ήταν κάλλιστα “συνειδητό κάψιμο(λιώσιμο, σάπισμα, διαλέχτε και πάρτε). Αλόουν αντ νάις ατ Κόρφου, χωρίς ψυχή για κουβέντα, χωρίς πιάνο, σχεδόν χωρίς λόγω ύπαρξης, νοίθω λίγο σα γιόγκι με ανέσεις. Το σκέψιμο πέφτει σύννεφο και από πράξεις.. μια μόνιμη (άνετη) στάση του λωτού με καθημερινές μίνι εξάρσεις περπατήματος μέχρι τελική πτώσεως. Είναι σαν να παθαίνει κάτι ο εγκέφαλος όταν έχει πολύ ελέυθερο χρόνο στη διάθεσή του να ξεδιπλώσει ότι του κατεβάζει η φαιά του ουσία, λες και υπερδραστηριοποιέιται και αρχίζει τρέχει σε ασυνήθιστα μονοπάτια ξαφνιάζοντας συνέχεια τον κάτοχό του. Βρε λες να βάζουν τίποτα στη μαγιονέζα λάιτ? Το combo ολοκληρώνεται αν στην εξίσωση της ζωούλας της υποφαινόμενης βάλουμε άλλα δυο τρία άτομα, τα οποία περνούν επίσης το καλοκαίρι τους σε απρόσβατες και απομονωμένες γωνιές του πλανήτη παρομοίως με τη Κέρκυρα, για παράδειγμα την Εύβοια και τη Κόνιτσα, και τα οποία εγκεφαλικά μιλώντας, βρίσκονται ακριβώς στην ίδα κατάσταση υπερδιέγερσης. Και εγένετω παρανοικές συζητήσεις.

 

Οι παρανοικές συζητήσεις δεν είναι γενικότερα κάτι κακό. Αν έχεις πιεί και λίγο(ή λίγο περισσότερο), βράδυ, σε παρεούλα η φάση είναι καλή. Όταν όμως οι εν λόγω παρανοικές συζητήσεις διεκπεραιώνονται μέσω ηλεκτρονικών μέσων, ΜΕΡΑ, και με νηφάλιους συνομιλητές, τότε τείνουν να λαμβάνονται υπόψιν πολύ σοβαρά, με δυσάρεστες συνέπεις για τους νευρώνες των συνομιλιτών. Διότι, μέσα στο μεθύσι σου θα πεις, ε ντάξει μωρε, φταίει το ποτό που με οδήγησε σε τέτοια παράδοξα νοητικά μονοπάτια. Όταν όμως πουλάκι μου δεν έχεις πιει σταγόνα, πάπαλα οι δικαιολογίες! Και άντε μετά να κοιταχτείς στο καθρέφτη κλασμένος όντας, πως θα δεις τη φάτσα σου να λιώνει σαν ρολόι του Νταλί και τον εγκέφαλό σου να αποδομείται παρομοίως με τη συζήτηση εξερχόμενος των ακουστικών πόρων σαν ροζ μαρμελάδα. Φρίκη.

 

Τρίχες στα πλήκτρα

Η μελέτη στη κλαβινόβα μοιάζει λιγάκι με τα μακαρόνια απ’το Λιντλ. Χαίρεσαι και γουστάρεις που βρήκες τα μακαρόνια σε τέτοια εξεφτελιστική τιμή, σου τρέχουν σχεδόν τα σάλια στη θέα της σε σύγκριση με το τερατώδες μέγεθος της σακούλας (μετάφραση:Yay!!! Έχω πιάνο σπίτι μου μπορώ να μελετάω όσο θέλω ότι ώρα θέλω, σπίτι μου με τη καφεδάρα μου δίπλα, τον υπολογιστή μου παραδίπλα, το ερκοντίσιον μου πάραπαραδίπλα – πωω είμαι βασίλισσα!!!), και όταν στη πρώτη κατσαρόλα νοιώσεις ότι τρώς πεπιεσμένο χαρτί σε σχήμα φιόγκου, ξενερώνεις τόσο τη ζωή σου που πετάς τη κατσαρόλα μαζί με τα μακαρόνια και όλη την υπόλοιπη σακούλα και τρως ότι έχει απομείνει από τις προχθεσινές μπριζόλες (μετάφραση: θα μελετήσεις μια, δυο στη κλαβινόβα και τελικά θα καταλήξεις να βλέπεις βιντεάκια στο γιουτιουμπ με πιανίστες που παίζουν σε Steinway). Άμα δεν έχεις την ουράρα (λολ) να πατάς μια νότα και να τρίζουν τα θεμέλια από κάτω σου.. δε λέει. Επομένως, προς το παρόν αρκούμαι στα βιντεάκια, και στο να καίγομαι παράλληλα σε εντελώς άσχετα μεταξύ τους είδη μουσικής, προσπαθώντας  να πείσω τον εαυτό μου πως πρόκειται περί συνειδητής επίλογής(διότι είναι καλό να ακούμε μουσική και να αποκτάμε ακούσματα) και όχι αποτέλεσμα βαρεμάρας και αηδίας του πεπιεσμένου χάρτινου τουσέ της κλαβινόβας..

 

Η μεθυσμένη γάτα του Σρέντιγκερ

Σκάω μύτη σε ένα μπαρ προχτές να πιω ένα ποτό να ξεπεράσω τη ψυχική οδύνη του ξεβρομίσματος του σπιτιού μου(η σκουληκαντέρα πίσω από το καναπέ ήταν η κίνηση ματ), να χαθώ και λίγο μέσα σε πιο πεζές σκέψεις και προβληματισμούς σαν καλός emo καλλιτέχνης, κομπλέ με μαλλί κουρτίνα και ντύσιμο μεγάλης παρασκευής. Έρχεται το πρώτο ποτό και.. όπως ήρθε έφυγε. Προσωπικό ρεκόρ για μένα που η διάρκεια ενός ποτού μου ισούται με 2 εως 2μισή όπερες Βάγκνερ (αν και δω που τα λέμε, αν με βάζανε να ακούσω 2-2μιση όπερες Βάγκνερ θα χρειαζόμουν 2 -2μιση κούτες καθαρό οινόπνευμα, όπως άλλωστε και κάθε λογικός άνθρωπος με τα σωστά του). Έχω απομείνει να κοιτάζω τον άδειο πάτο του ποτηριού μου αναρωτόμενη τί να κάνω (λες και ο πάτος θα μου έλεγε την απάντηση), ήταν και σχεδόν ώρα κλεισίματος οπότε ήμουν σε δίλημμα. Εκεί που έχω αποφασίσει να μην πάρω δεύτερο, έρχεται η κοπελιά από μέσα από τη μπάρα και με κοιτάζει με ένα βλέμμα…”κουράγιο-σε καταλαβαίνω-πω μωρέ εσύ δεν είσαι καλά-παπαπα φιλενάδα να σε κλαίνε η ρέγγες είσαι- καημένη τί να κάνω να σε παρηγορήσω”, και μου λέει “να σου βάλω άλλο ένα?”. Ένοιωσα γυμνή! Ναι, οκ το ξέρω ότι γενικότερα έχω τόση ικανότητα να κρύβω τα συναισθήματά μου όση ικανότητα έχει ένας μικρός ελέφαντας να κρυφτεί πίσω από ένα σχετικά φουντωτό πουρνάρι, αλλά έλεος! Όχι και έτσι!. Τέλος πάντων, δέχτηκα το κερασμα όχι ακριβώς με χαρά, αλλά ίσως με την αίσθηση ότι υπήρχε ανθρωπιά σε αυτή τη μπάρα, κάτι περισσότερο από ένα απλό επιχειρηματικό τρικ. Όλος ο κοσμος λοιπόν έξω, και γω μέσα να πίνω το ποτό της παρηγοριάς και του οίκτου μόνη στη μια άκρη της μπάρας, αναλογιζόμενη ακόμα τί εικόνα να έδειχνα για να είχα προκαλέσει τη συμπόνια της ποτοπαρασκευάστριας. Και έτσι όπως κοίταζα την άλλη αδειανή άκρη της μπάρας μου σκάει η σκηνή από το Μπάρφλαι, και λέω με το νου μου, πού είναι ένας Μπουκόφσκι όταν τον χρειάζομαι, να με δει να πει ότι είμαι σαν παρηκμασμένη θεά? Και μετά να τρέχουμε να κόβουμε παράνομα άγουρα καλαμπόκια? Διότι έτσι ήμουν. Αλλά δεν ήταν κανένας εκεί να το παρατηρήσει. Οπότε.. ήμουν στ’αλήθεια? Διότι ως γνωστόν από τη κβαντοφυσική, ένα φαινόμεναο αρχίζει να υπάρχει από τη στιγμή που θα παρατηρηθεί.. και κάπως έτσι ξεφυτρώνουν τα αρχικά μορφώματα των παρανοικών συζητήσεων.. Ροζ μαρμελάδα γιοκ.

 

Πώς γίνεται κάθε μα κάθε φορά που έχεις να κάνεις κάποια αγγαρεία να σε πιάνει μια διαολεμένη εμπνευση δημιουργίας? Να σου σκάνε οι καλύτερες ιδέες όταν θεωρητικά δεν έχεις το χρόνο να τις πραγματοποιήσεις, ενώ αντιθέτως όταν έχεις άπλετο χρόνο στα χέρια σου ο εγκέφαλός σου να είναι κενότερος και από κενό αέρος? (Και πως γίνεται αφού θεωρητικά δεν έχεις χρόνο πάντα να τις πραγματοποιείς? Έστω και αν αυτό σημαίνει ότι θα χρωστάς άαααλλο ένα μάθημα για το Σεπτέμβρη..)

Έτσι λοιπόν, και ενώ θεωρητικά διαβάζω για τροπική αντίστηξη για αύριο, θα κάτσω να αποδομίσω, να μπουρδελιάσω και να αναλύσω αηδιωδώς.. ένα παραμύθι. Πολλοί το έχουν κάνει, δεν θρέφω ελπίδες ότι καινοτομώ αυτή τη στιγμή ή ότι κάνω κάτι σπουδαίο ή κάτι παρόμοιο, ξέρω πολύ καλά ότι απλά ξοδεύω το χρόνο μου και τη φαιά μου ουσία(ναι.. αυτή τη λίγη), σε κάτι που.. μάλλον δεν θα έπρεπε να ξοδέψω το χρόνο μου και την αυτή μου λίγη φαιά ουσία. Δε βαριέσαι όμως..

Ας όψεται η Pooka και η εκπομπή της την οποία άκουσα σήμερα το μεσημέρι στο σταθμό passa-tempo. Κάθε Τρίτη λοιπόν 4 με 6 το μεσημεροαπόγευμα, η Pooka διαβάζει παρα(φυση)μύθια  και μετά τους αλλάζει τον αδόξαστο στο σχολιασμό με μια σεβαστή βοηθεια από ένα team troll που κατακλύζουν το chat του σταθμού(μαζί και γω :P). Παρόλαυτα, επειδή πρόκειται για ζωντανή ραδιοφωνική εκπομπή, δεν προσφέρεται για ένα ενδελεχές άλλαγμα του αδοξάστου, με το κατάλληλο γλαφυρό λεξιλόγιο και τα συναφή.  Οπότε.. χε χε χε..

Το σημερινό παραμύθι ήταν η γνωστή ιστορία των αδερφών Γκριμ περί ωραιοτάτης πριγκηπέσσας και απεχθούς βατράχου. Με λίγα λόγια, ωραίο γκομενάκι πλουσίας και αριστοκρατικής οικογένειας χάνει τη μπάλα στη μαγική πηγή όπου και κάνει την εμφάνησή του ο απο μηχανής κακάσχημος βαθράκος να προσφέρει ποδάρι βοηθείας εις την όμορφη νεαρά, με αντάλαγμα την άνευ όρων συμβίωση μαζί της στο παλάτι, κομπλέ με πιοτό, φαί, κανάκευμα και κρεββάτωμα. Ωραίος ο παίχτης μόνο που δεν λαμβάνει υπόψην του τη γυναικεία πονηριά και έτσι μένει με το λόγο της πριγκήπισσας στο χέρι, και τη πριγκήπισσα άφαντη με το που της επιστρέφει το τόπι της. Αντί να κάτσει να κλάψει τη μοίρα του, τη παίρνει από πίσω και απαιτεί τα δεδουλευμένα του. Ο πατερ της πριγκηπέσσας, άναξ όντας, βαράει τη χερούκλα στο τραπέζι και επιβάλει στη θυγατέρα του να τηρήσει την υπόσχεσή της.  Εν τέλει, εκείνη κακή κακώς ταίζει και ποτίζει το βατράχι με σφιγμένες γνάθους ώσπου τη στιγμή που εκείνος της λέει να τον κρεββατώσει κιόλας, εκείνη σαν ηθική και αγνή κόρη( ή τέλος πάντως έτσι θέλει να περάσει η ιστορία) τον αρπάζει και τον σβουράει στον τοίχο. Η σύγκρουση βαθράκου-ντουβαριού αποδεικνύεται αρκετή ώστε να λύσει τα αρχαία μάγια και να μεταμορφώσει το βάτραχο σε πρίγκηπα. Η συνέχεια γνωστή κομπλέ με χάπι-κλισέ-έντινγκ.

Γενικά τί να πω για το παραμύθι τούτο και για τους συγγραφείς τους πέρα από «πολλάαα ναρκωτικά..»? Το πρώτο που μου σκάει είναι ότι όποιος από τους δυο αδερφούς συνέγραψε τούτο το στόρυ, είχε πρόσφατο χοντρό χουνέρι από γκόμενα. Είναι η κλασσική ιστορία τύπισσας που χρησιμοποιεί τύπο και μόλις πάρει αυτό που θέλει τον παρατάει σύξυλο. Μόνο που στο παραμύθι, εμφανίζεται ο σωτήρας-πατέρας, μια εξωτερική δύναμη, ουτέ καν η πρωτοβουλία του ίδιου του βατράχου( βγάλτε τα συμπεράσματά σας για το alter-ego του βατράχου αδερφό Γκριμ..), η οποία δύναμη σώζει τη κατάσταση, και επιβάλει στη πριγκήπισσα να τηρίσει τις υποσχέσεις της, μέσω μιας μαρτυρικής διαδικασίας αφού η πριγκίπισσα αηδιάζει τη ζωή της με το βάτραχο. Εδώ εισάγεται το σαδιστικό και εκδικητικό στοιχείο από μεριά του συγγραφέως προς το real life γκομενάκι που τον άδειασε. Το μόνο που ήθελε ο όποιος αδερφός Γκριμ ήταν μια ευκαιρία να αποδείξει στη νεαρά την αξία του! Και ήταν σίγουρος ότι θα της κέρδιζε τη καρδιά! όπως ακριβώς κάνει και ο βάτραχος στο τέλος με το να μεταμορφωθεί σε πρίγκηπα.

Μερικοί θα μπορούσαν να πουν ότι ο βάτραχος αντιπροσωπεύει το ιδανικό του ρομαντικού και ερωτευμένου.  Προσωπικά πιστέυω ότι στο βάτραχο αποκρυσταλώνεται ο τέλειος μαλάκας.  Ρε αξίες δεν είχε αυτό το βατράχι? Αντί να γυρέψει τη πρηγκιπέσσα να τις κόψει το λαρύγγι, τρέχει από πίσω της παρακαλώντας σα γυναικούλα,   κερδίζοντας τελικά με αυτό το τρόπο τη συμπαθεια του μπαμπάκα οποίος αναλαμβάνει να βάλει τη κόρη του στη θέση της. Και μαλάκας και κουτοπόνηρος. Ότι χειρότερο. Ούτε τα αρχίδια να πει στη πριγκηπέσσα ότι τη γουστάρει και ότι θέλει να τη ρίξει στο κρεβάτι να της δείξει τί εστί ερπετό δεν είχε. «Κοπελια, σα λίγο μεγάλη δεν είσαι να παίζεις με τόπια? Έχω κάτι παρόμοιο που ίσως να το βρεις ενδιαφέρον» ή ίσως «Κουκλάρα  μου γλύψε με να σε πάω σε μέρη που δεν σ’εχουν ξαναπάει». Ατακάρες!! Οκ, οκ παρεκτρέπομαι… μαλάκα βάτραχε.. απορώ πως δεν εμφανίζεται και η μαμά σου στο παραμύθι.. μαλάκα Γκριμ όποιος και να’σαι.. πάλι καλά που έβαλες μπόλικο σπλάτερ στα υπόλοιπα παραμύθια σου και γιαυτό σε συγχωρούμε..

Για τη πριγκιπέσσα τί να πούμε? Κάργα αντιπαθητική, κακομαθημένη, εγωίστρια, ψεύτρα, η οποία τελικά παντρεύεται χρήματα (ο βάτραχος δεν μεταμορφώθηκε σε ένα μαναρομάναρο αγρότη) επίσης η χειρότερη. Κατά μία έννοια κύλισε ο ντέτζερης και βρήκε το καπάκι σ’αυτό το λαβ στόρυ.  Και μόνο η επιλογή του συγκεκριμένου χαρακτήρα αποδεικνύει ότι ο Γκριμ είχε τις γυναίκες στη μπούκα πάλαι πότε τότε. Στη μπούκα αλλα και πάλι ψηλά. Πριγκίπισσα, πανέμορφη, μη μου άπτου, υποτακτική παρόλαυτα στο πατέρα της (δεν έβαζε κάνα ρέμπελο που να γύριζε να έλεγε στον άνακτα «άκου να σου πω! αυτά στη γυναίκα σου! σε μένα δε περνάνε!εγώ ακούω Manowar!»   ε ρε γέλια :P) και στις εντολές του,  φαινομενικά αγνή και αμόλυντη αφού το εγκεφαλικό το παθαίνει όταν πάει να της χωθεί ο βάτραχος κάτω απ’τα σεντόνια. Ε και κει τον αρπάζει, τον εκτοξεύει στον τοίχο… και τον μεταμορφώνει έτσι σε πρίγκηπα….  Δηλαδή το ηθικόν δίδαγμα δω πέρα είναι «μαυρίστε τους στο ξύλο και θα γίνουν πρίγκηπες?» Oοοοκέι! Μι λάικς… αλλά ηθικό δίδαγμα σε παραμύθι? Τελικά πολλά βίτσια ο Γκριμ, πολύς μαζοχισμός πολλά αποθημένα. Αν ο βάτραχος ήταν βατραχίνα και η πρίγκήπισσα πρίγκηπας η ιστορία θα έστεκε πολύ περισσότερο. Τώρα βέβαια.. πρίγκηπας να παίζει με το χρυσό του μπαλάκι στο δάσος? Ω θε  μου..

Πραγματικά αυτό το παραμύθι ήταν καταδικασμένο από τη στιγμή της σύλληψής του. Άντε να γλύψετε ένα βάτραχο να συνέλθετε. Τέλος.