Είχα μια συνειδητοποίηση. Πολύ προσωπική αλλά τόσο έντονη που μου είναι αδύνατο να τη κρατήσω μέσα μου, όπως θα όφειλα. Ο κόσμος μου καταρέει μέρα με τη μέρα. Ο δικός μου προσωπικός κόσμος. Για τον εκεί έξω χέστηκα. Να πάει να γαμηθεί. Και άμα ποτέ του ζητήσω έτσι αόριστα και γενικά βοήθεια, ας μου πει και αυτός να πάω να γαμηθώ και γω, δέχομαι. Δεν μπορώ να τον βοηθήσω να γίνει καλύτερος. Έτσι γενικά και αόριστα πάντα. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να βοηθήσω το άτομο που θα βρεθεί σ’ανάγκη δίπλα μου, ή τα άτομα, αυτά τα λίγα που θα τύχει να συναναστραφώ στη ζωή μου. Τόσο απλά, ταπεινά και μέτρια. Μέχρι νεοτέρας απόφασης. Για μεγαλύτερης κλίμακας σωτηρίας θα επαναπαφθώ στους ιδεαλιστές και στους υπερήρωες. Και αυτοί, και γω σε ειρήνη με τις εκατέρωθεν επιλογές μας.
Ο κόσμος μου καταρρέει μέρα με τη μέρα, και εκεί που λέω ότι όλα τέλειωσαν, πέφτει ένα καινούργιο τούβλο από ψηλά και συνθλίβει ότι ξέφτια επιβίωσαν από το προηγούμενο. Και ρωτάω γιατί. Τί έκανα λάθος? Όλα, είναι η απάντηση. Τόσο τραγικά όλα. Κάθε θεμέλιο που έβαλα το’χτισα πάνω σε άμμο νομίζοντας ότι είναι αδαμάντιο. Και να που τώρα μέσα απ’όλα τα συντρίμμια προβάλει μια αλήθεια τόσο λαμπερή που, με κάνει να ξεχνάω τα ερήπεια που σβήνουν από κάτω της. Μάθε ντε να ξεχωρίζεις πρώτα την άμμο από το αδαμάντιο! Και ύστερα χτίσε!
Πόσο τυφλή ήμουν. Ποσες φορές αναρωτήθηκα γιατί ό,τι πήγαινα να χτίσω γκρεμιζόταν, πόσες φορές καταράστηκα σύμπαντα και θεούς για ότι στραβό και ανάποδο μου συνέβαινε και αυτοί μου απαντούσαν με περισσότερα στραβά και ανάποδα και γω με περισσότερες κατάρες, γιατί δεν μπορούσα να δω. «Το πουλί βγαίνει από το αυγό παλεύοντας, μόνο όταν καταστρέψεις το κόσμο μέσα στον οποίο γεννήθηκες και τον ξαναχτίσεις από την αρχή μπορείς να νοήσαι ελεύθερος» έλεγε ο Ντέμιαν στο ομώνυμο βιβλίο του Έσσε, και για να πω την αλήθεια είναι και το μόνο που μου έχει μείνει από δαύτο. Εγώ ήμουν ένα πουλάκι που όσο ήθελα να είμαι ελεύθερη άλλο τόσο τη φοβόμουν αυτή την ελευθερία. Το βάρος μιας επιλογής είναι τεράστιο. Και όσο και αν θες να τη κάνεις αυτή την επιλογή τόσο τα γόνατά σου λιγίζουν κάτω από το βάρος όλων των πιθανών συνεπειών της.
Τις συνέπειες τις τρέμω. Ίσως αν βρισκόμουν ποτέ μπροστά σε έναν Ντεμέντορα η εικόνα του να τρεμόπαιζε σα χαλασμένη τηλεόραση σε δυο κανάλια, στο κοριτσάκι από το Ρινγκ, και στις μορφοποιημένες συνέπειες όλων των επιλογών που ανοίγονται μπροστά μου. Και έτσι.. το σαίνι το υποφαινόμενο κατέληξε στο εξής τερατουρηματικό συμπέρασμα. Υποσυνείδητα βεβαίως, μιας και ο προαναφερθής εγκέφαλος σαίνης ήξερε πως το συνειδητό μου δεν είναι για τέτοιες φρίκες. Βρες άτομα με θέληση συμβατή με τη δική σου να πάρουν εκείνα τις δικές σου αποφάσεις. Εσύ θα κάνεις αυτό που θες, αλλά αν υπάρξουν συνέπειες θα τις υποστεί άλλος. Υπάρχει λόγος που το υποσυνειδητο είναι «υπό» και το ασυνείδητο «α». Και ο λόγος είναι τέτοια εκτρώματα. Ονειρεύτηκα να γίνω μαριονέτα για να είμαι ελεύθερη. Απορώ πώς οι Νόμοι του Νεύτωνα συνέχισαν να ισχύουν γύρω μου και δεν έφευγε κάνα μήλο από το έδαφος να μου δώσει μια στο κεφάλι να συνέλθω. Αλλά τί λέω. Κατέρρευσε το σύμπαν μου όπως προείπα- αρκετές πλέον και μάλλον βερμπαλιστικά- φορές.
Το πρόβλημα με μια τέτοια οξύμωρη ορμητήρια στάση είναι ότι σου διαστρεβλώνει τη πραγματικότητα σε απίστευτο βαθμό. Χτίζεις εξαμβλώματα, γιατί σε άμμο μόνο τέτοια μπορείς να χτίσεις, και σου φαίνονται παλάτια. Και όταν γκρεμίζονται κλαις και οδύρεσαι και πάμε πάλι από την αρχή. Και κάθε εξάμβλωμα χειρότερο από το προηγούμενο. Και κάθε στενοχώρια μεγαλύτερη. Και σαν τραγικό επιστέγασμα, όταν κάποιος σου δείξει ένα παλάτι, εσύ βλέπεις μια παράγκα. Δίκαια μετά θεοί και σύμπαντα σου στέλνουν σκατό με το κοντέινερ. Γιατί έχεις χάσει τη μπάλα. Εντελώς. Γιατί ίσως τελικά οι θεοί και τα σύμπαντα δεν έχουν τόσο κακές προθέσεις.
Και έτσι μια μέρα εισπράτεις σαδισμό από εκεί που περίμενες καλοσύνη, και αναρωτιέσαι γιατί ακόμα περιμένεις το οτιδήποτε. Μια μέρα βλέπεις ένα αγόρι να γίνεται καραγκιόζης γιατί θέλει να βλέπει τη κοπέλα του να γελάει, και συνειδητοποιείς ότι αυτό είναι κάτι φυσιολογικό και διόλου σπάνιο. Βλέπεις ένα πιανίστα να χρειάζεται ολόκληρα λεπτά να επιστρέψει στο κόσμο μετά από το ταξίδι μιας ερμηνείας του, και αναρωτιέσαι πώς και πότε τα μπαστουνάκια από τα όγδοά σου γίνανε κελιά και σε φυλακίσανε. Βλέπεις ότι ότι μπορούσες να επιθυμίσεις σε έναν άνθρωπο το’χες μπροστά σου και φρίτεις που αυτό που σε χάλασε ήταν ότι ποτέ δεν σου πούλησε παραμύθια, τα ίδια παραμύθια που πάντα έλεγες ότι σιχαινόσουν. Βλέπεις ότι όλος σου ο κόσμος δεν ήταν παρα ένας καθρέφτης σου. Ένας καθρέφτης που καθρέφτιζε ότι απεχθανόσουν.. γιατί άραγε?..
Ότι έχτισα ήταν πάνω σε φόβο, εξουσία, χολή, απογοήτευση. Και όλ’αυτα οδηγούν σε μια σκοτεινή πλευρά διόλου περίβλεπτη και ζηλευτή μιας και στερείται φωτόσπαθου, τηλεκίνησης, βαθειάς φωνής και κουλ σιθίστικης νταρκίλας. Αλλά τελικά, μια φορά εγώ από το αυγό μου βγήκα. Και δεν θα κάτσω να στενοχωρηθώ για τσόφλια. ¨-)